απογίνομαι

απογίνομαι
(αόρ. απογίνηκα, απέγινα и απόγινα) αμετ.
1) получаться, становиться, делаться; τί απέγινε το ζήτημα тоб διορισμού σας; чем закончилось дело с вашим назначением?; 2) иметь плохой конец, дойти, скатываться;

τί θ' απογίνουμε με τέτοιες σπατάλες; — до чего мы дойдём при таких огромных затратах?;

3) портиться, ухудшиться;
απόγινε ο άρρωστος состояние больного ухудшилось; απόγινε ο γιός σου твой сын совсем испортился; απόγινε αυτή η πολυθρόνα это кресло сильно потёрлось; 4) завершаться, заканчиваться; απόγιναν τα σπαρτά посевы уже созрели; 5) απρόσ. что стало?, чем кончилось?; τί απέγινε με το ταξίδι σου; как обстоят дела с твоей поездкой?; τί απέγινε με το σκάνδαλο; чем кончился скандал?; § ό, τι έγινε δεν απογίνεται что сделано, то сделано

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απογίνομαι" в других словарях:

  • απογίνομαι — (απογίνομαι), απόγινα και απέγινα βλ. πίν. 121 Σημειώσεις: (απογίνομαι) : εύχρηστος ο αόριστος απέγινα και απόγινα με τις έννοιες → καταλήγω, φτάνω σε κάποια κατάσταση ή χειροτερεύω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • απογίνομαι — όγινα, ογινωμένος 1. γίνομαι, καταντώ, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο: Τι απόγινε εκείνη η υπόθεσή σου στο υπουργείο; 2. χειροτερεύω, ξεπερνώ τα όρια: Τις τελευταίες μέρες ο άρρωστος απόγινε. 3. αποπερατώνομαι: Έγινε κι απόγινε η αναδάσωση στο χωριό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπογίνομαι — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • избываю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ῥύομαι) избавляюсь, спасаюсь; (ἀπογίνομαι) …   Словарь церковнославянского языка

  • απογίγνομαι — βλ. απογίνομαι …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՑԱԼԻՆԻՄ — (բաց եղեալ.) NBH 1 470 Chronological Sequence: 6c, 8c ἅπειμι absum, ἁπογίνομαι recedo Ի բացեայ լինել, ʼի բաց գնալ, հեռանալ. չգտանիլ ներկայ. *Պատահումն, որ լինի, եւ բացալինի՝ առանց ենթակային ապականութեան. Պորփ.: *Որակութիւն լինի եւ բացալինի առանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»